Βασαλέτο — (Vassalletto). Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας μαρμαροτεχνιτών και οικοδόμων. Έγινε γνωστή το δεύτερο μισό του 12ου αι. και η δραστηριότητά της ήταν σε ακμή έως το τέλος του 13ου. Οι Β. συνέβαλαν στην άνθηση της ψηφοθετικής και υπήρξαν, μαζί με τους … Dictionary of Greek
Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… … Dictionary of Greek
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κιβώριο — Μνημειακό επιστέγασμα της Αγίας Τράπεζας των ιερών. Καθιερώθηκε στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές πιθανώς κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Το κ. ήταν συνήθως μια ημισφαιρική οροφή, συχνά διακοσμημένη στο εσωτερικό με άστρα και υποβασταζόμενη από… … Dictionary of Greek
Λούλιο, Ραμόν — (Raymond Lully, Πάλμα Μαγιόρκας 1233; – Μαγιόρκα 1315). Καταλανός ποιητής, φιλόσοφος και θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και διετέλεσε οικονόμος του βασιλιά της Μαγιόρκας (1256). Μετά την ενόραση κάποιας οπτασίας, σε ηλικία τριάντα… … Dictionary of Greek
ἀνανίην — ἀνά ἀνίημι send up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἀνανί̱ην , ἀνά ἀνίημι send up imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)